Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1917 και παρότι δεν την έζησα στα νιάτα της η κορμοστασιά της και τα χέρια της πρόδιδαν τη δύναμη που χρησιμοποίησαν αυτά τα χέρια οπως και το βάρος των ευθυνών τους. Τα θυμάμαι σαν ξυλόγλυπτα, δουλεμενα αλλά ταυτόχρονα περιποιημένα και γυαλιστερά. Πάντα είχε ένα μπλε κουτάκι με νιβεα δίπλα στο κομοδίνο της. Η γιαγιά μου είχε 7 παιδιά. Χήρα από χρόνια δεν έβγαινε απ' το σπίτι παρά μόνο μια φορά που την κλείδωσα καταλάθος απ' έξω και αναγκάστηκε να βγει στην πλατεία του χωριού να με ψάξει. Φορούσε μαύρα και μπλε ρούχα για περίπου 25 χρόνια και κάθε μέρα έφτιαχνε το ίδιο μικρό κοτσακι με τα λίγα μαλλιά που είχε ως ηλικιωμένη. Έπιαναν τα χέρια της. Όταν ήμουν παιδί και πήγαινα να την επισκεφτώ τα καλοκαίρια, καθόμασταν κάτω απ τον πλάτανο στην αυλή και με ρωτούσε αν ήθελα να μου ζωγραφίσει μια κούρσα ή ένα τρακτέρ. Έπιανε το μολύβι με έναν πολύ ευγενικό τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε τα πάντα, και με μια δική της ακατέργαστη κίνηση ζωγράφιζε την κούρσα. Σαν παιδί εντυπωσιαζομουν που η γιαγιά μου, που η δουλειά της ήταν πάντα να φροντίζει τους άλλους, είχε κ άλλες δεξιοτητες. Σαν έφηβη που μόλις είχε αποφασίσει να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στην καλών τεχνών, έκανα το όνειρο να την κάνω να σπουδάσει και εκείνη καλες τέχνες. Αφελές τουλάχιστον άλλα άξιζε τον κόπο να το σκέφτομαι.
Αφού λοιπόν το 2012 την πρόδωσε το σώμα της και η φύση έκανε τη δουλειά της, σκεφτόμουν πόσο άδικο ήταν για εκείνη που εγώ δε σκέφτηκα νωρίτερα ότι θα μπορούσε να έχει άλλη επαγγελματική πορεία πέρα από αυτή της νοικοκυράς. Ως "σωστή" σύζυγος, όπου κάθε ανθρώπινη επιθυμία πέρα απ' τα όρια που έθετε η εκκλησία δημιουργούσε ενοχές, όπου η περίοδος μιας γυναίκας είναι ντροπή και δεν πρέπει να μιλάς γι αυτη, υπηρέτησε πιστά τους όρους του συμβολαίου που υπέγραψε ενώπιον Θεού, ανθρώπου και κράτους. Άραγε αναρωτήθηκε ποτέ αν υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω;
Κείμενο: Νεφέλη Κυριάκου
Photosop
2022